- χοντροπόδαρος
- -η, -οαυτός που έχει χοντρά πόδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντροπόδαρος — ο, θηλ. χοντροπόδαρη και χοντροποδαρούσα, Ν αυτός που έχει χοντρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. στραβο πόδαρος] … Dictionary of Greek
παχύπους — (pachypus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν στα νησιά της Μεσογείου και έχουν σώμα καφεκίτρινο, με σαφή φυλετικό διμορφισμό. Οι π. κατοικούν κυρίως στην Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Τα αρσενικά πετούν τα δειλινά σε… … Dictionary of Greek